- επτατομικός
- η , ό[ν] хим. семивалёнтный
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
επτατομικός — ή, ό (χημ.), που έχει σθένος 7, δηλ. που ενώνεται με εφτά άλλα μονοσθενή στοιχεία ή ρίζες, επτασθενής … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
επτασθενής — ής, ές γεν. ούς, αιτ. ή, πληθ. ουδ. ή (χημ.), ο επτατομικός (βλ. λ.) … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)